μπαμπάκι

μπαμπάκι
το
1. το βαμβάκι
2. (κατ' επέκτ.) ό,τιδήποτε είναι λευκό και μαλακό σαν το βαμβάκι («τα μαλλιά του έγιναν μπαμπάκι»)
4. φρ. α) «σέ σφάζει με το μπαμπάκι» — λέγεται για εκείνους που προξενούν ζημιά χωρίς αυτή να γίνεται αντιληπτή αμέσως
β) «μπαμπάκια η στράτα σου» — ευχή για την επιτυχή έκβαση προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. βαμβάκι / βαμπάκι < μσν. βάμβαξ* με αφομοιωτική τροπή τού αρκτικού β σε μπ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπαμπάκι — το το βαμβάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • βαμβακερός — και μπαμπακερός, ή, ό (Μ βαμβακερός και βαμπακερός και παμπακερός, ή, όν) 1. κατασκευασμένος από μπαμπάκι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαμβακερά, τα υφάσματα ή ενδύματα από μπαμπάκι …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — βαμβάκι, το και μπαμπάκι, το 1. το φυτό το οποίο παράγει το βαμβάκι: Στη Θεσσαλία καλλιεργούν μπαμπάκι. 2. η λευκή κλωστική ύλη που βγαίνει από την μπαμπακιά και χρησιμοποιείται, κατάλληλα επεξεργασμένη, στην υφαντουργία, τη φαρμακευτική και για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάθιστος — η, ο (Μ ἀκάθιστος, ον) (MN) 1. αυτός που παραμένει όρθιος γιατί δεν βρίσκει θέση ή δεν τού επιτρέπουν να καθίσει 2. αυτός που μετακινείται συνεχώς 3. ο Ακάθιστος βλ. Ακάθιστος Ύμνος νεοελλ. 1. ο ακούραστος, ο άοκνος 2. (για πράγματα) αυτό που δεν …   Dictionary of Greek

  • αντιβέργι — το ραβδί που χρησιμοποιείται όταν ξαίνουν το μπαμπάκι με το δοξάρι για να συγκρατεί τη χορδή …   Dictionary of Greek

  • βάτα — Αραιό στρώμα βαμβακιού που έχει και στις δύο πλευρές του επίχρισμα ξερής κόλλας και χρησιμοποιείται στη ραπτική για υπόθεμα ενδυμάτων και αντρικών καπέλων. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική watte ή τη γαλλική ouate. Η β. κατασκευάζεται με ειδική …   Dictionary of Greek

  • γνέθω — και νέθω μεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθω το γ είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν (πρβλ. νεύω γνεύω)] …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • μπαμπακένιος — ια, ο [μπαμπάκι] 1. βαμβακερός («μπαμπακένια εσώρουχα») 2. αυτός που μοιάζει ως προς την όψη ή το χρώμα με το βαμβάκι («μπαμπακένιο πρόσωπο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”